-
1 τελλω
(aor. ἔτειλα)1) совершать, проходить(ὁδόν Pind.)
; pass. совершаться, происходить, длиться; ἀεὴ τέλλεσθαι Pind. непрерывно продолжаться, не прекращаться; ἐς χάριν τέλλεσθαι Pind. принимать хороший оборот; ὕμνοι τέλλεται (= τέλλονται) Pind. рождаются гимны2) подниматься, восходить(ἡλίου τέλλοντος Soph.)
См. также в других словарях:
τέλλω — Α (ποιητ. τ.) 1. τελώ, εκτελώ, αποπερατώνω, φέρω εις πέρας («ἔτειλαν Διὸς ὁδὸν παρὰ Κρόνου τύρσιν», Πίνδ.) 2. (αμτβ.) α) ανατέλλω («ἡλίου τέλλοντος», Σοφ.) β) (για το φυτό ίριδα) αυξάνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τέλλω (< *τέλ jω) συνδέεται με το θ.… … Dictionary of Greek